-
1 λευκόν
τό1) белизна;τό λευκόν τού χιονιού — белизна снега;
2) перен. чистота, незапятнанность;τό λευκόν τού χαρακτήρος — безупречность характера;
3) белок;λευκόν του ωού — белок яйца;
του οφθαλμού — белок глаза;§ λευκόν του μολύβδου — свинцовые белила;
εντολή εν λευκώ — карт-бланш;
πίστωσις εις λευκόν — бланковый кредит, кредит без обеспечения;
υπογράψω εν λευκώ — а) выдавать (чек, вексель и т. п.) на предъявителя; — б) полностью доверять
-
2 οστρακον
τό1) скорлупа(τοῦ ᾠοῦ Arst.)
2) костный панцирь, щит(ок) (sc. τῆς χέλυος HH.)3) раковина(τῶν ὀστρέων Arst.)
4) (см. ὀστρακίνδα) игральный черепокὀστράκου περιστροφή Plat. — поворот или опрокидывание черепка;
ὀστράκου μεταπεσόντος погов. Plat. etc. — с поворотом черепка, т.е. когда дело приняло совсем другой оборот5) pl. кастаньеты, погремушка из раковин(τοῖς ὀστράκοις κροτεῖν Arph.)
6) глиняная миска или горшок Arph.7) глиняный черепок8) острак, вотивный черепок (преимущ. для подачи голоса по вопросу о чьем-л. изгнании; см. ὀστρακίζω и ὀστρακισμός)ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί Plut. — высказаться за чьё-л. изгнание
9) остракизм, изгнаниеτοῦ ὀστράκου πόρρω τιθέμενος ἑαυτόν Plut. — полагая, что изгнание ему не угрожает
-
3 λεμμα
-
4 οξυ
-
5 προσφυσις
-
6 χοριον
τό1) анат. послед Arst.2) оболочка, перепонка(τοῦ ᾠοῦ Arst.)
χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι погов. Theocr. — опасно, когда собака отведает потрохов (так как сама станет поедать пойманную дичь), т.е. не следует потворствовать дурным привычкам
-
7 ωχρον
-
8 επιτελεω
реже med.1) исполнять, выполнять(τὰ ἐπιτασσόμενα Her.; τὰς πράξεις Arst.)
; pass. исполняться, сбываться(τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον Her.) или образовываться, становиться (ἐξ ᾠοῦ ζῷον ἐπιτελεσθέν Arst.)
2) доводить до конца, завершать, оканчивать(τὸν προκείμενον ἄεθλον Her.; ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου Isocr.)
3) восполнять, довершать(τὰ ἐλλιπῆ Arst.)
4) совершать(θυσίας Her., Arst.)
5) устраивать, справлять(ἀγῶνα, ὁρτάς Her.; γάμον Arst., Plut.)
6) платить, уплачивать(ἀποφορήν Her.)
7) (о наказании, возмездии) назначать, определятьτέν τῆς ἀσεβείας δίκην ἐ. τινι Plat. — карать кого-л. за нечестие;
ἥ δίκη τοῦ φόνου τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο Her. — за убийство (Леонида) спартанцы были отомщены смертью Мардония8) med. платиться, т.е. переносить, претерпеватьτὰ τοῦ γήρως ἐ. Xen. — терпеть тяготы старости;
ἱλαρῶς τὸν θάνατον ἐπετελέσατο Xen. — (Сократ) радостно встретил смерть -
9 κελυφος
- εος τό1) оболочка, кожица(τοῦ σπέρματος, περί τι Arst.)
2) скорлупа(ᾠοῦ, τῶν καράβων καὴ τῶν καρκίνων Arst.)
3) полость, орбитаἐρημαῖον κ. ὄμματος Anth. — пустая глазница
4) челнок, «скорлупка» Anth.5) шутл. вместилищеἀντωμοσιῶν κελύφη Arph. — старые крючкотворы, судейские крючки
См. также в других словарях:
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek
πρόσφυση — η /πρόσφυσις, ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ύσιος, Α [προσφύω] συνένωση, προσκόλληση νεοελλ. τεχνολ. 1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους 2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να… … Dictionary of Greek
χρυσίζω — ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] (αμτβ.) έχω το χρώμα και τη λάμψη τού χρυσού νεοελλ. δίνω σε κάτι τη λάμψη τού χρυσού μσν. φρ. «τὸ χρυσίζον τοῡ ᾠοῡ» ο κρόκος τού αβγού (Γεωπ.) … Dictionary of Greek
ωοπλασία — και ωοπλαστία, η, Ν (παλ. όρος) η ένωση τού σπερματοζωαρίου με το ωάριο κατά τη διεργασία τής γονιμοποίησης για τη διάπλαση τού ωού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + πλασία (< πλάσσω)] … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
Τρώας — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… … Dictionary of Greek
λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… … Dictionary of Greek
έμφυση — η (Α ἔμφυσις) εμφύτευση, παρεμβολή, ανάπτυξη νεοελλ. ιατρ. «έμφυση ή εμφύτευση ή κατασκήνωση ωού» η διείσδυση τού γονιμοποιημένου ωαρίου μέσα στο βλεννογόνο τής μήτρας για περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. η αύξηση ή ανάπτυξη μέσα σε κάποιο μέρος («οὐ… … Dictionary of Greek
ζυγοταξία — η βιολ. η διάταξη τών φορέων τών κληρονομικών χαρακτήρων στο γονιμοποιημένο ωό και η παραμονή τής διάταξης αυτής στα κύτταρα που παράγονται από τη διαίρεση τού ζυγωτού ωού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zygotaxis < zyg (πρβλ. ζυγό[ν]) +… … Dictionary of Greek